Ο βασιλιάς και ο σοφός
Μια φορά κι ένα καιρό σ’ ένα μακρινό βασίλειο ζούσε ένας πατέρας με τις τρεις του κόρες. Είχαν ένα όμορφο σπίτι με κήπο και πολύχρωμα παράθυρα στην άκρη ενός χωριού. Ζούσαν απλά κι ευτυχισμένα οι τέσσερίς τους. Καλλιεργούσαν τον κήπο τους, φρόντιζαν τις κότες τους, το γουρουνάκι και μια μικρή κατσικούλα που είχαν στην αυλή και φυσικά φρόντιζαν και αγαπούσαν πολύ ο ένας τον άλλο.
Οι χωριανοί εκτιμούσαν πολύ τον πατέρα και συχνά σταματούσαν να μιλήσουν μαζί του, όταν τον έβλεπαν να φροντίζει τον κήπο του ή στην αγορά. Σιγά σιγά η εκτίμηση και η φήμη του πατέρα εξαπλώθηκε και έξω από το χωριό, σε ολόκληρο το βασίλειο. Ήταν τόσο σοφός που άνθρωποι από όλα τα μέρη του βασιλείου έρχονταν για να ζητήσουν τη συμβουλή του, να ρωτήσουν τη γνώμη του για θέματα που τους απασχολούσαν και να συνομιλήσουν μαζί του. Καθένας που τον επισκεπτόταν και συζητούσε μαζί του, έφευγε αλαφρωμένος από τα βάσανα και πιο αισιόδοξος για το μέλλον.
Όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου έτρεφαν μεγάλο θαυμασμό για τον πατέρα της οικογένειας, όλοι εκτός από έναν, τον βασιλιά της χώρας! Όταν άρχισαν σιγά σιγά να φτάνουν στα αυτιά του βασιλιά όλα αυτά τα καλά λόγια και οι έπαινοι του κόσμου για τον πατέρα, τόσο ο βασιλιάς ζήλευε και θύμωνε. Δεν μπορούσε να χωρέσει το μυαλό του ότι οι υπήκοοί του προτιμούν να συζητούν τα προβλήματά τους μ’ έναν απλό χωρικό κι όχι με το βασιλιά τους!
Η ζήλια και ο θυμός του βασιλιά ξεχείλισε, όταν έμαθε ότι τον πατέρα επισκέφτηκε κρυφά και η ίδια του η γυναίκα, η βασίλισσα. Κατακόκκινος από οργή, έδωσε αμέσως εντολή στους στρατιώτες του να τον συλλάβουν και να τον κλείσουν στο πιο σκοτεινό μπουντρούμι του παλατιού. Έτσι κι έγινε. Κι από τη μια στιγμή στην άλλη ο πατέρας βρέθηκε από το ζεστό του σπίτι ολομόναχος στην παγωμένη φυλακή.
Οι τρεις κόρες όταν είδαν τον πατέρα τους σιδηροδέσμιο να φεύγει με τη συνοδεία των στρατιωτών, ταράχτηκαν πολύ. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί έγινε αυτό. Ο πατέρας τους ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος που πάντα βοηθούσε όλο τον κόσμο. Ταραγμένες, φοβισμένες και πολύ-πολύ λυπημένες έτρεξαν στο παλάτι να ζητήσουν ακρόαση από το βασιλιά, να μάθουν τι συμβαίνει και να του αλλάξουν την απόφαση.
Ο βασιλιάς με την επίσημη στολή του και φορώντας στο κεφάλι τη βασιλική κορώνα, δέχθηκε τις τρεις κόρες στην αίθουσα του θρόνου.
- Βασιλιά μου, έχεις φυλακίσει τον πατέρα μας, αλλά δεν ξέρουμε γιατί; Μίλησε η πρώτη κόρη θαρρετά.
- Βασιλιά μου, είμαστε σίγουρες ότι πρόκειται για παρεξήγηση, είπε η δεύτερη κόρη ευγενικά.
- Καλέ μου βασιλιά, σε παρακαλούμε άφησε τον πατέρα μας ελεύθερο. Δεν έχει κάνει κανένα κακό, διαβεβαίωσε η τρίτη κόρη κοιτώντας τον στα μάτια.
Πριν καλά-καλά προλάβει να τελειώσει τη φράση της και η τρίτη κόρη, ο βασιλιάς πετάχτηκε όρθιος και εξοργισμένος φώναξε:
- Πώς τολμάτε να στέκεστε μπροστά μου! Δεν επιτρέπω να ζει ελεύθερος ο άνθρωπος που οι υπήκοοι μου υπολογίζουν, θαυμάζουν και συμβουλεύονται περισσότερο από Εμένα! Τον Βασιλιά τους! Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ!
Αυτά τα λόγια ξεφώνισε ο βασιλιάς κι έκανε να βγει από την αίθουσα του θρόνου. Κοντοστάθηκε, όμως, όταν είδε το βλέμμα της βασίλισσας, που καθόταν αμίλητη στον δικό της θρόνο, δίπλα του.
- Τέλος πάντων. Δε θέλω να είμαι άδικος. Θα σας δώσω μια ευκαιρία. Αν καταφέρετε να κάνετε τους υπηκόους μου να θαυμάζουν και να συμβουλεύονται εμένα, όπως έκαναν μέχρι τώρα με τον πατέρας σας, τότε σας υπόσχομαι ότι θα τον ελευθερώσω.
Έτσι αυστηρά μίλησε ο βασιλιάς, χτυπώντας στο πάτωμα το σκήπτρο του.
- Βασιλιά μου, αυτό που ζητάς δεν είναι εύκολο, αλλά σαν βασιλιάς περνάει απ’ το χέρι σου να γίνει αν το θελήσεις, είπε με προβληματισμό η πρώτη κόρη.
- Βασιλιά μου, υπάρχουν κάποιες δυνάμεις που ίσως μπορούν να βοηθήσουν να πραγματοποιηθεί η επιθυμία σου, είπε σκεφτική η δεύτερη κόρη.
- Καλέ μου βασιλιά, δώσε μας λίγο χρόνο, είπε με αγωνία η τρίτη κόρη.
- Έχετε τρεις μέρες, απάντησε ο βασιλιάς χωρίς πολλά λόγια.
Οι κόρες έφυγαν από την αίθουσα του θρόνου με αργά βήματα. Καθεμιά με τη σειρά περνούσε για να χαιρετήσει το βασιλιά και μυστικά την ώρα που έκανε την υπόκλισή της άφηνε στην τσέπη του ένα πολύτιμο πετράδι. Το ένα πετράδι ήταν κόκκινο και είχε χαραγμένο ένα χρυσό Α, το άλλο πράσινο με χαραγμένο ένα χρυσό Ι και το τρίτο μωβ με χαραγμένο ένα χρυσό Ε.
Ο βασιλιάς ευχαριστημένος από την εξέλιξη της συζήτησης, συνέχισε τα βασιλικά καθήκοντα της ημέρας και το βράδυ κουρασμένος αλλά ικανοποιημένος έπεσε για ύπνο στο μεγάλο βασιλικό του κρεβάτι.
Όμως, ο ύπνος του ήταν ταραγμένος, γεμάτος όνειρα, τι όνειρα δηλαδή, εφιάλτες σωστούς! Ονειρεύτηκε ότι βρισκόταν στο βασιλικό μπαλκόνι και ήθελε να χαιρετίσει τους υπηκόους του, αλλά δεν έβγαινε η παραμικρή φωνή από το στόμα του. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη, παρόλο που ήταν σίγουρος ότι είχε γράψει τον ομορφότερο λόγο για να εκφωνήσει. Η αγαπημένη του γυναίκα δεν ήταν δίπλα του, αλλά μια άλλη που του έδωσαν και δεν την αγαπούσε. Όταν προσπάθησε δε να κατέβει από το μπαλκόνι, είδε ότι τα πόδια του ήταν δεμένα με βαριές αλυσίδες και δε μπορούσε να πάει πουθενά!
Μες τον ιδρώτα και πολύ ταραγμένος ο βασιλιάς πετάχτηκε από το κρεβάτι. Αμέσως φώναξε τους συμβούλους του και άρχισε να υπαγορεύει καινούριους νόμους για το βασίλειό του. Ξημερώματα οι τελάληδες βγήκαν στους δρόμους για να ανακοινώσουν τις αποφάσεις του βασιλιά:
«Από σήμερα και στο εξής, οι κάτοικοι αυτού του βασιλείου είναι ελεύθεροι να εκφράζουν χωρίς φόβο τη γνώμη τους, να αποφασίζουν για τις προσωπικές τους υποθέσεις χωρίς καταναγκασμό, να ταξιδεύουν ελεύθερα μέσα κι έξω από τη χώρα, να πιστεύουν σε όποιο Θεό επιθυμούν και να ψηφίζουν για τους κυβερνήτες της πόλης τους», είπαν και λάλησαν οι τελάληδες.
Χαρούμενοι με τα νέα, οι κάτοικοι του βασιλείου ξεχύθηκαν στους δρόμους επευφημώντας τον βασιλιά τους.
Τη δεύτερη νύχτα ο βασιλιάς κουρασμένος αλλά πολύ ικανοποιημένος ξάπλωσε στο βασιλικό του κρεβάτι. Αλλά κι αυτή τη νύχτα τα όνειρά του ήταν εφιάλτες.
Ονειρεύτηκε ότι δεν είχε κανένα από τα πλούτη του. Είχε μεταμορφωθεί σε ένα μικρό κορίτσι και ζούσε σε ένα χωριό του βασιλείου. Δεν μπορούσε να πάει στο σχολείο που τόσο αγαπούσε να πηγαίνει, γιατί το χωριό της ήταν μακριά και δεν είχε σχολείο. Ούτε βιβλία είχε γιατί δεν υπήρχαν βιβλιοθήκες στο χωριό. Ούτε στο σχολείο τους έδιναν βιβλία, αλλά έπρεπε να τα αγοράζουν κι οι γονείς της μπορούσαν να πληρώσουν μόνο τα βιβλία του αδελφού της. Ονειρεύτηκε ότι δούλευε σκληρά στα χωράφια για να βοηθάει την οικογένειά της, αλλά δεν της έδιναν χρήματα και όταν ζήτησε την αμοιβή της, ένας κακός, άγριος άνθρωπος την χτύπησε μ’ ένα μπαστούνι δυνατά. Πόνεσε πολύ και από την πληγή της έβγαινε αίμα, αλλά οι γονείς της δεν είχαν χρήματα για τον γιατρό κι ήταν έτοιμη να πεθάνει.
Για δεύτερη φορά ο βασιλιάς πετάχτηκε καταϊδρωμένος από το κρεβάτι του. Αμέσως φώναξε πάλι τους συμβούλους του κι άρχισε να υπαγορεύει καινούριους νόμους για το βασίλειό του. Ξημερώματα οι τελάληδες βγήκαν στους δρόμους για να ανακοινώσουν τις νέες αποφάσεις του βασιλιά:
«Από σήμερα και στο εξής, το βασίλειό μου θα φροντίζει ώστε όλα τα παιδιά αρσενικά και θηλυκά να πηγαίνουν δωρεάν στο σχολείο, όπου και να ζουν. Τα παιδιά θα έχουν βιβλία και όλοι οι υπήκοοι θα έχουν δωρεάν ιατρική περίθαλψη. Κανένας άρρωστος δε θα μένει χωρίς φροντίδα. Όποιος μπορεί θα πληρώνει, όποιος δε μπορεί, θα πληρώνει ο βασιλιάς γι’ αυτόν» είπαν και λάλησαν οι τελάληδες τη δεύτερη μέρα.
Ενθουσιασμένοι με τις καινούριες αποφάσεις του βασιλιά, οι κάτοικοι του βασιλείου ξεχύθηκαν και πάλι στους δρόμους επευφημώντας τον. Μερικοί μάλιστα άρχισαν να ζητούν ακρόαση στο παλάτι για να τον ευχαριστήσουν προσωπικά και να συζητήσουν μαζί του.
Η δεύτερη μέρα κύλησε ακόμη πιο κουραστικά αλλά κι ευχάριστα από την προηγούμενη και ο βασιλιάς κατέληξε αργά το βράδυ στο βασιλικό του κρεβάτι υπερήφανος για τη δουλειά που είχε κάνει. Πίστευε ότι ο ύπνος του αυτή τη φορά θα ήταν γαλήνιος αλλά που τέτοιο καλό. Και το τρίτο βράδυ τα όνειρά του ήταν εφιάλτες.
Ονειρεύτηκε ότι ήταν πολύ γέρος και αδύναμος. Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του σχεδόν ετοιμοθάνατος. Γύρω του στεκόταν παράξενα πρόσωπα που τον κοίταζαν αυστηρά και του μιλούσαν: «Όλοι οι άνθρωποι έχουν αξία γιατί είναι άνθρωποι», του είπε μια φωνή. «Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να ζουν χωρίς διακρίσεις», του είπε μια άλλη. «Όλοι οι άνθρωποι πρέπει ζουν με δικαιοσύνη», φώναξε μια άλλη φωνή. «Τι έχεις κάνεις εσύ, βασιλιά, για όλα αυτά; Εσύ είσαι υπεύθυνος!», ακούστηκε η πιο δυνατή φωνή από όλες.
Πετάχτηκε για τρίτη φορά ο βασιλιάς από το κρεβάτι του μουσκεμένος στον ιδρώτα. Φώναξε τους συμβούλους του που εκείνο το βράδυ κοιμόντουσαν έξω από την πόρτα του και άρχισε να υπαγορεύει κι άλλους καινούριους νόμους για το βασίλειό του. Ξημερώματα οι τελάληδες βγήκαν στους δρόμους για να ανακοινώσουν τις αποφάσεις του βασιλιά:
«Από σήμερα και στο εξής, δεν θα υπάρχουν φτωχοί υπήκοοι στη χώρα. Όλοι θα έχουν τα απαραίτητα για να ζουν μια καλή ζωή, θα εργάζονται, θα αμείβονται για τη δουλειά τους και όσοι δε θα μπορούν να εργαστούν για κάποιο λόγο θα στηρίζονται από το βασιλικό θησαυροφυλάκιο μέχρι να σταθούν στα πόδια τους. Όλοι οι άνθρωποι θα ζουν χωρίς διακρίσεις ανεξάρτητα από το φύλο, τη φυλή, την καταγωγή, την οικονομική ή οικογενειακή τους κατάσταση», είπαν και λάλησαν οι τελάληδες το τρίτο πρωινό.
Μεγάλη γιορτή στήθηκε σε όλες τις πόλεις και τα χωριά του βασιλείου με τις καινούριες αποφάσεις. Οι άνθρωποι αγκάλιαζαν και φιλούσαν ο ένας τον άλλο χαρούμενοι. Πολλοί άρχισαν να μαζεύονται έξω από το παλάτι με μουσικές και τραγούδια και ο βασιλιάς δεν είχε χρόνο ούτε να φάει εκείνη την ημέρα. Τόσοι πολλοί ήταν αυτοί που του ζητούσαν συνάντηση και συμβουλές.
Εκείνη τη νύχτα ο βασιλιάς ξάπλωσε κι ένιωθε ευτυχισμένος αλλά και λίγο φοβισμένος. Με όλους αυτούς τους εφιάλτες τα προηγούμενα βράδια είχε σχεδόν χάσει τον ύπνο του. Όμως εκείνο το βράδυ όλα κύλησαν ήρεμα και ο βασιλιάς κοιμήθηκε σαν πουλάκι.
Η επομένη ήταν μια ηλιόλουστη μέρα. Ο βασιλιάς κατέβηκε ξεκούραστος και χαρούμενος για το πρωινό του. Στην αίθουσα του θρόνου τον περίμεναν οι τρεις κόρες. Με όλα αυτά που είχαν συμβεί τις τελευταίες ημέρες τις είχε ξεχάσει κι αυτές και τον πατέρα τους.
Με τελείως διαφορετική διάθεση από την προηγούμενη συνάντησή τους, ο βασιλιάς αντίκρυσε τις κόρες και τους έκανε νόημα ότι μπορούσαν να μιλήσουν.
- Βασιλιά μου, βλέπουμε ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει, είπαν οι τρεις κόρες.
- Οι υπήκοοι μου είναι χαρούμενοι και νιώθω ότι με εκτιμούν, είναι αλήθεια, είπε ικανοποιημένος ο βασιλιάς.
- Εμείς βοηθήσαμε σ’ αυτό κι είναι ώρα να ελευθερώσεις τον πατέρα μας, όπως υποσχέθηκες!
- Μα τι λέτε; Πώς βοηθήσατε; Ούτε εσάς ξαναείδα από την τελευταία φορά, ούτε μίλησα με τον πατέρα σας. Τι εννοείτε; Αναφώνησε ο βασιλιάς προβληματισμένος. Μόνο κάτι απαίσιους εφιάλτες έβλεπα τις τελευταίες νύχτες, συμπλήρωσε στοχαστικά.
- Βασιλιά μου, δεν ήταν εφιάλτες, είπε η πρώτη κόρη.
- Ήταν τα δώρα που σου κάναμε για να μάθεις το όνομά μας, να καταλάβεις την αξία μας και να την εφαρμόσεις στο βασίλειό σου, είπε η δεύτερη.
- Και να γνωρίσεις επιτέλους τον πατέρα μας, συμπλήρωσε η τρίτη.
- Ποια δώρα… δεν καταλαβαίνω! Ποιες είστε; μουρμούρισε ο βασιλιάς.
Η πρώτη κόρη πλησίασε το βασιλιά, άπλωσε το χέρι της και ταχυδακτυλουργικά έβγαλε από το στέμμα του το μωβ πετράδι που του είχε βάλει στην τσέπη λίγες ημέρες νωρίτερα. Ο βασιλιάς το πήρε στα χέρια του και το επεξεργάστηκε με περιέργεια.
- Τι σημαίνει αυτό; Ρώτησε δείχνοντας το Ε που ήταν χαραγμένο.
- Βασιλιά μου, το όνομά μου είναι ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Όταν κατάλαβες, πόσο σημαντική είναι η ελευθερία για τους ανθρώπους κι έφτιαξες νόμους για να την προστατέψεις, οι υπήκοοι σου κατάλαβαν ότι τους νοιάζεσαι και τους φροντίζεις. Έκανες, έτσι, το πρώτο βήμα για να ζουν καλά, είπε η κόρη κι έκανε ένα βήμα πίσω.
Η δεύτερη κόρη πλησίασε το βασιλιά, άπλωσε κι αυτή το χέρι της και ταχυδακτυλουργικά εμφάνισε το πράσινο πετράδι. Ο βασιλιάς, ακόμη πιο απορημένος, το στριφογύρισε στα χέρια του. Κοίταξε το γράμμα Ι που ήταν χαραγμένο.
- Εσύ ποια είσαι; ρώτησε την κόρη
- Εμένα, βασιλιά μου, με λένε ΙΣΟΤΗΤΑ. Όταν κατάλαβες πόσο σημαντικό είναι να προστατεύονται όλοι οι άνθρωποι, είτε άνδρες, είτε γυναίκες, είτε άλλο, όταν κατάλαβες ότι μερικοί άνθρωποι είναι πιο αδύναμοι, χρειάζονται περισσότερη φροντίδα και τους την πρόσφερες με τις αποφάσεις σου, οι υπήκοοί σου κατάλαβαν ότι είσαι δίκαιος και τους φροντίζεις, είπε η κόρη κι έκανε ένα βήμα πίσω.
Τότε η τρίτη κόρη πλησίασε τον βασιλιά. Κι αυτή με το δικό της ταχυδακτυλουργικό τρόπο έβγαλε το κόκκινο πετράδι. Ο βασιλιάς περιεργάστηκε το Α που ήταν χαραγμένο και κοίταξε ερωτηματικά την κόρη.
- Εγώ, βασιλιά μου, είμαι η ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ, είπε η κόρη. Όταν κατάλαβες πώς η φτώχεια και οι διακρίσεις κάνουν τους ανθρώπους δυστυχισμένους και διέταξες να εξαλειφθούν από το βασίλειό σου, οι υπήκοοί σου κατάλαβαν ότι είσαι σοφός και τους αγαπάς κι άρχισαν να σε θαυμάζουν και να σε εμπιστεύονται, είπε και η τρίτη κόρη κι έκανε ένα βήμα πίσω να βρει τις αδελφές της.
Ο βασιλιάς κοιτούσε αμίλητος τα τρία πολύτιμα πετράδια που λαμπύριζαν στο χέρι του. Γύρισε και κοίταξε τη βασίλισσα στα αριστερά του θρόνου που του χαμογελούσε, άκουσε τις χαρούμενες φωνές των ανθρώπων έξω από το παλάτι και χαμογέλασε κι αυτός συγκινημένος.
- Σας ευχαριστώ πολύ για τα δώρα σας! Από δω και πέρα αυτά τα πετράδια θα στολίζουν για πάντα το στέμμα μου.
- Όμως, βασιλιά μου, αν δεν ελευθερώσεις τον πατέρα μας, δε θα μπορέσεις να διατηρήσεις όλα όσα κατάφερες μέχρι τώρα, συνέχισαν οι τρεις κόρες.
- Ποιος είναι ο πατέρας σας κι είναι τόσο σημαντικός επιτέλους; ρώτησε με περιέργεια ο βασιλιάς.
- Ο πατέρας μας είναι ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ και τίποτε απ’ όλα αυτά δε θα κρατήσει, αν αυτός δεν γίνει ο Σύμβουλός σου σε όλη σου τη ζωή, σε όλες σου τις αποφάσεις και σε όλες σου τις επιλογές. Ο Σεβασμός είναι που θα σου δώσει τη δύναμη να πάρεις τις σωστές αποφάσεις, να αναγνωρίσεις και να εκτιμήσεις τις απόψεις, τα συναισθήματα, τις ανάγκες και τα δικαιώματα όλων των ανθρώπων σου. Αυτός θα σου δείχνει πάντα το σωστό δρόμο μέσα από τη καρδιά και το μυαλό σου, είπαν οι κόρες.
Συγκινημένος ο βασιλιάς, έδωσε διαταγή να ελευθερωθεί αμέσως ο φυλακισμένος ΣΕΒΑΣΜΟΣ. Όταν ο πατέρας συναντήθηκε με τις κόρες του στην αίθουσα του θρόνου, έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου με δάκρυα στα μάτια.
Ο βασιλιάς κρατώντας το χέρι της βασίλισσας κοιτούσε μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη.
- Βασιλιά μου, βλέπω κατάλαβες πώς μπορείς να είσαι αγαπητός και να έχεις ξεχωριστή θέση στην καρδιά των υπηκόων σου, είπε ο πατέρας και συνέχισε… αν μας βάλεις εμένα και τις κόρες μου στη σειρά: ΑΞιοπρέπεια, Ισότητα, Ελευθερία, Σεβασμός γινόμαστε οι ΑΞΙΕΣ που κάθε άνθρωπος χρειάζεται για να ζήσει καλά ο ίδιος και να βοηθήσει και τους συνανθρώπους του!
- ΑΞΙΕΣ! Ναι, μα την αλήθεια, τώρα καταλαβαίνω! Αναφώνησε ενθουσιασμένος ο βασιλιάς κι έδωσε εντολή να στηθεί ένα γλέντι τρικούβερτο στο παλάτι του και σε όλο το βασίλειό του.
Από τότε σ’ αυτό το βασίλειο ζούσαν όλοι χαρούμενοι και ευτυχισμένοι με οδηγό τις ΑΞΙΕΣ και φυσικά έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.